- παιδογόνος
- παιδογόνος, -ον (Α)1. αυτός που γεννά τέκνα2. αυτός που παρέχει γέννηση στα παιδιά, που προκαλεί τη γέννηση παιδιών («παιδογόνῳ Κύπριδι», Ανθ. Παλ.)3. αυτός που δίνει γεννητική δύναμη4. (για πηγή) αυτή που έχει την ιδιότητα να κάνει κάποιον γόνιμο («ἐνιαχοῡ μὲν γὰρ τὸ ὕδωρ παιδογόνον φασὶν εἶναι γυναιξίν, ὥσπερ ἐν Θεσπιαῑς», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.